- τσακίζομαι
- τσακίζομαι, τσακίστηκα, τσακισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) … Dictionary of Greek
εκκλάω — ἐκκλάω (Α) 1. αποκόπτω 2. τσακίζομαι, εξασθενώ … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
καραβοτσακίζομαι — καραβοτσακίστηκα, καραβοτσακισμένος, ρίχνομαι από τα κύματα στους βράχους και τσακίζομαι, καταστρέφομαι: Βγήκαμε στη στεριά καραβοτσακισμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούνια — η 1. το λίκνο, το κρεβατάκι του βρέφους: Είναι κατεργάρης από κούνια. 2. τραμπάλα, κάθε συσκευή κατάλληλη για ταλάντευση: Κούνια, κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)